- κατεκύκλωσαν
- κατακυκλόωencompassaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατακυκλώ — κατακυκλῶ, όω (Α, Μ κατακυκλώνω) μσν. περιβάλλω με οχύρωση αρχ. περιβάλλω ολοκληρωτικά, περικλείω («κατεκύκλωσαν καὶ ἐνήδρευσαν», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυκλῶ «περιβάλλω» (< κύκλος)] … Dictionary of Greek